λουσάρω

λουσάρω
και λουσαρίζω [λούσο]
ντύνω κάποιον πολυτελώς, καλλωπίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λουσαρίζω — βλ. λουσάρω …   Dictionary of Greek

  • λουσαρίζω — και λουσάρω (λ. ιταλ.), λουσάρισα, λουσαρίστηκα, λουσαρισμένος, καλλωπίζω, ντύνω κάποιον με πολυτέλεια: Λουσαρίστηκε πριν πάει στο ραντεβού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”