λουσαρίζω — και λουσάρω (λ. ιταλ.), λουσάρισα, λουσαρίστηκα, λουσαρισμένος, καλλωπίζω, ντύνω κάποιον με πολυτέλεια: Λουσαρίστηκε πριν πάει στο ραντεβού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)